υπάρχω

υπάρχω
ὑπάρχω ΝΜΑ [ἄρχω]
1. έχω ύπαρξη, έχω υπόσταση, ζω, υφίσταμαι (α. «υπάρχει δικαιοσύνη» β. «σκέπτομαι, άρα υπάρχω» γ. «μηδενὸς αἰτίου ὑπάρχοντος», ΚΔ
δ. «τοὺς ὑπάρχοντας... πολίτας ἐξαπατῶντες», Δημοσθ.)
2. (ως συνδετικό, στη νεοελλ. μόνον στον αόρ.) είμαι, διατελώ (α. «υπήρξε πρότυπο ανδρείας και τιμιότητας για όλους μας» β. «φιλάσθενος ὑπάρχω», Πρόδρ.
γ. «ἰατρὸς ὑπάρχων τὴν τέχνην», πάπ.)
3. (το ουδ. τής μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) τα υπάρχοντα
όλα όσα έχει κανείς, η περιουσία του (α. «έχασε όλα τα υπάρχοντά του» β. «πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῑς», ΚΔ)
αρχ.
1. (ενεργ. και μέσ.) (μτβ.) κάνω αρχή, αρχίζω (α. «ὑπάρξαντα ἀδίκων ἔργων», Ηρόδ.
β. «βαδίσεως ὑπάρχονται... τὰ... βρέφη», Αιλ.)
2. (αμτβ.) αρχίζω να αναφαίνομαι («ὅθεν εὐμάρει' ὑπάρχοι πόρου», Σοφ.)
3. είμαι απόγονος κάποιου, κατάγομαι από κάποιον
4. αποτελώ βάση, θεμέλιο, λαμβάνομαι ως δεδομένο («θέντες ὡς ὑπάρχον εἶναι ὅ βούλονται», Πλάτ.)
5. ανήκω σε κάποιον («τῇ μὲν ἐκείνου ὑπάρχειν τέχνῃ διδούς», Πλάτ.)
6. (για πρόσ.) είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον («Παρύσατις μὲν δὴ ἠ μήτηρ ὑπῆρχε τῷ Κύρῳ», Ξεν.)
7. (με μτχ. με επιρρμ. σημ., όπως το τυγχάνω) κατά τύχη, τυχαία («οὐ γὰρ ἐχθρὸς γ' ὑπῆρχεν ὤν», Δημοσθ.)
8. είμαι ύπαρχος («τῷ... Ἀντωνίνῳ... ὑπάρξας», Δίων Κάσσ)
9. πιθ. διοικώ, κυβερνώ
10. (στο γ' εν. ως απρόσ.) ὑπάρχει
α) είναι βέβαιο ή πιθανόν
β) είναι δυνατόν, επιτρέπεται («ὑπάρχει... ὑμῑν... ἐπικρατεῑν», Θουκ.)
11. (το απρμφ. ενεστ.) ὑπάρχειν
(στον Αριστοτ.) είμαι γνώρισμα ή ιδιότητα κάποιου («ὑπάρχειν τινὶ ζῴῳ δίποδι εἶναι», Αριστοτ.)
12. (το ουδ. εν. τής μτχ. ενεστ.) ὑπάρχον
αφού υπήρχε η ευκαιρία ή αφού ήταν δυνατόν («ὑπάρχον ὑμῑν πολεμεῑν», Θουκ.)
13. (το ουδ. τής μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) α) οι υπάρχουσες περιστάσεις
β) οι υπάρχουσες ευκολίες
14. φρ. α) «ἐκ τῶν ὑπαρχόντων»
i) σύμφωνα με τα μέσα τα οποία διαθέτει κανείς
ii) κατά τις περιστάσεις
β) «ὑπῆρκτο αὐτοῡ» — είχε γίνει αρχή του, είχε γίνει έναρξή του (Θουκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπάρχω — υπάρχω, υπήρξα βλ. πίν. 223 Σημειώσεις: υπάρχω : η λόγια μτχ. ενεστώτα έχει επιβιώσει ως επίθετο (υπάρχων, ουσα, ον → αυτός που υπάρχει, ισχύει τώρα, στην τωρινή εποχή) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ὑπάρχω — ὕπαρχος subordinate commander masc nom/voc/acc dual ὕπαρχος subordinate commander masc gen sg (doric aeolic) ὑπάρχω begin pres subj act 1st sg ὑπάρχω begin pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπαρχώ — έω, Α [ὕπαρχος] είμαι ύπαρχος …   Dictionary of Greek

  • υπάρχω — υπήρξα, έχω υπάρξει 1. έχω ύπαρξη, ζω, υφίσταμαι: Υπάρχει Θεός. 2. είμαι, βρίσκομαι: Δεν υπάρχει στη ζωή η γιαγιά του. 3. ο πληθ. ουδ. μτχ., υπάρχοντα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπάρχῳ — ὕπαρχος subordinate commander masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπηργμένα — ὑπάρχω begin perf part mp neut nom/voc/acc pl ὑπηργμένᾱ , ὑπάρχω begin perf part mp fem nom/voc/acc dual ὑπηργμένᾱ , ὑπάρχω begin perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπάρξαι — ὑπάρχω begin perf ind mp 2nd sg (doric ionic aeolic) ὑπάρχω begin aor inf act ὑπάρξαῑ , ὑπάρχω begin aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπάρξατε — ὑπάρχω begin aor imperat act 2nd pl ὑπά̱ρξατε , ὑπάρχω begin aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ὑπάρχω begin aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπάρξουσι — ὑπάρχω begin aor subj act 3rd pl (epic) ὑπάρχω begin fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑπάρχω begin fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπάρξουσιν — ὑπάρχω begin aor subj act 3rd pl (epic) ὑπάρχω begin fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑπάρχω begin fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”